ἐπιτίμου

ἐπιτίμου
ἐπιτί̱μου , ἐπίτιμος
in possession of his rights and franchises
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ζηλήμων, Αντώνιος — (1868 – 1944). Νομικός. Άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Αθήνα ως συνεργάτης του Γ. Μομφεράτου και από το 1891 ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Το 1906 έγινε πρόεδρος πρωτοδικών, το 1907 εφέτης και το 1922 πρόεδρος του Αρείου Πάγου, θέση την… …   Dictionary of Greek

  • επιτιμία — ἐπιτιμία, ἡ (Α) [επίτιμος] 1. η ιδιότητα ή κατάσταση τού επίτιμου πολίτη, που απολαμβάνει όλα τα πολιτικά δικαιώματα και προνόμια («τὴν οὐσίαν ἢ τὴν ἐπιτιμίαν τινὸς ἀφελόμενος», Αισχίν.) 2. νόμιμη τιμωρία, ποινή («oἱ δὲ ἀσεβεῑς καθὰ ἐλογίσαντο… …   Dictionary of Greek

  • τίτλος — ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Α νεοελλ. μσν. λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδα νεοελλ. 1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος,… …   Dictionary of Greek

  • Βεντήρης, Κωνσταντίνος — (Καλαμάτα 1892 – 1960).Αξιωματικός του ελληνικού στρατού, αδελφός του Γεώργιου Βεντήρη (βλ. λ.). Σε ηλικία 18 ετών κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους, με τον βαθμό του υπαξιωματικού, και τραυματίστηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Γκι — (Guys). Επώνυμο τριών Γάλλων φιλελλήνων. 1. Κονσταντέν (Constantin, 1802 – 1892). Σχεδιαστής και υδατογράφος. Πήρε μέρος στην Επανάσταση του 1821 και φιλοτέχνησε πολλά σχέδια που τα θέματά τους τα άντλησε από τις πολεμικές εμπειρίες του. Το 1848… …   Dictionary of Greek

  • Γκιζίκης, Φαίδων — Παγασές Βόλου 1917 – 2000). Στρατιωτικός και πρόεδρος της δημοκρατίας στη διάρκεια της δικτατορίας (1973 74). Σπούδασε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Έλαβε μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο …   Dictionary of Greek

  • Ευάγριος — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού στη φωτιά μαζί με τον Μακάριο. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. II (4ος αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (370). Μετά τον θάνατο του Αρειανού πατριάρχη Ευδοξίου (369) …   Dictionary of Greek

  • Θέλα, Καμίλο Χοσέ — (Camilo José Cela, Ίρια Φλάβια, Γαλικία 1916 – Μαδρίτη 2002). Ισπανός συγγραφέας. Σπούδασε πρώτα ιατρική και ύστερα νομικά. Το 1957 έγινε μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας της Γλώσσας. Ο εμφύλιος πόλεμος τον βρήκε στη Μαδρίτη. Το πρώτο του… …   Dictionary of Greek

  • Κινγκ, Μάρτιν Λούθερ — (Martin Luther King, Ατλάντα, Τζόρτζια 1929 – Τενεσί, Μέμφις 1968). Αφροαμερικανός πολιτικός, κοινωνικός αγωνιστής και συγγραφέας. Η ζωή και το έργο του Κ. συνδέθηκαν στενά με το φυλετικό πρόβλημα των ΗΠΑ και την ισότητα των Αφροαμερικανών, για… …   Dictionary of Greek

  • Κλαρκ, Έντουαρντ Ντάνιελ — (Edward Daniel Clark, 1769 – 1822). Άγγλος ορυκτολόγος και εξερευνητής. Σπούδασε ορυκτολογία στο Κέιμπριτζ. Το 1794 περιηγήθηκε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Επισκέφθηκε την Ιταλία και την Ελβετία και, όταν επέστρεψε στην Αγγλία, δημοσίευσε μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”